- βροντῶδες
- βροντώδηςlike thundermasc/fem voc sgβροντώδηςlike thunderneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροντώδης υδράργυρος — Βροντώδες άλας. Οι χημικές αντιδράσεις για την παρασκευή του β.υ. είναι πολύπλοκες· ξεκινούν από την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης που σχηματίζει ακεταλδεΰδη και καταλήγουν στον σχηματισμό HON=C, που είναι εξαιρετικά ασταθής ένωση και, αν… … Dictionary of Greek
κυανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυάνιο 2. φρ. χημ. α) «κυανικό οξύ», χημική ένωση ισομερής προς το ισοκυανικό οξύ και το βροντώδες ή κροτικό οξύ β) «κυανικά άλατα» τα άλατα τού κυανικού οξέος («κυανικό κάλιο») γ) «κυανικοί εστέρες» οι… … Dictionary of Greek